χρωμοπλάστης

χρωμοπλάστης
ο, Ν
βοτ. έγχρωμο πλαστίδιο τού κυττάρου που δεν περιέχει χλωροφύλλη αλλά μια κίτρινη ή κόκκινη χρωστική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromoplast < χρώμα + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χρωμοπλάσται, μαρτυρείται από το 1893 στον Σπυρ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”